- χλωρόπτιλοι
- χλωρόπτιλοςwith green feathersmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλωρόπτιλος — ον, Α αυτός που έχει πρασινωπά φτερά («πελειάδες χλωρόπτιλοι», Αιλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + πηλος (< πτίλον), πρβλ. ἄ πτιλος, τετρά πτιλος] … Dictionary of Greek